H Ευρωπαϊκή αράχνη της χρονιάς 2013
Atypus affinis Eichwald, 1830
Το κοινό είδος Atypus affinis Eichwald, 1830 ανήκει στην οικογένεια Atypidae που χαρακτηρίζεται με την κοινή ονομασία «αράχνες με ιστό-τσάντα». Στην Κεντρική Ευρώπη οι αράχνες του είδους αυτού είναι οι μοναδικοί εκπρόσωποι της ευρύτερης ομάδας των ορθόγναθων αραχνών που είναι γενικά γνωστές ως ταραντούλες και χαρακτηρίζονται από τα προεξέχοντα χηλήκερα με παράλληλη διάταξη.
Παγκοσμίως υπάρχουν τρία γένη που συγκαταλέγονται στην οικογένεια Atypidae, και σε αυτά ανήκουν 49 είδη. Τα είδη που απαντούν στην Κ. Ευρώπη είναι τα: Atypus muralis, Atypus piceus και το πιο κοινό αλλά και πιο μεγαλόσωμο Atypus affinis. Η παρουσία τους σε επίπεδο χώρας ποικίλει. Π.χ. το A. affinis είναι το πιο κοινό μεταξύ των τριών στη Γερμανία, ενώ στην Αυστρία είναι το πιο σπάνιο. Τα είδη αυτά συγκαταλέγονται στα κόκκινα βιβλία των περισσότερων χωρών στις οποίες απαντούν και συνήθως ανήκουν στην κατηγορία των κινδυνευόντων ή και των κρισίμως κινδυνευόντων.
Οι αράχνες αυτές περιορίζονται σε ξηροθερμικά περιβάλλοντα και κατά συνέπεια απαντώνται κυρίως σε ξηρές/θερμές, αμμώδεις και ηλιόλουστες περιοχές. Δείχνουν επίσης να προτιμούν πευκοδάση και ξηρές πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Σε αντίθεση με τα άλλα δύο είδη, το Atypus affinis έχει προτίμηση σε πεδιάδες και χαμηλούς λόφους μέχρι 600 μ υψόμετρο, με κύρια κατανομή τις δυτικές και βόρειες περιοχές της Κ. Ευρώπης.
Το σωματικό μέγεθος του αρσενικού (χωρίς τα χηλήκερα) είναι 7–10 χιλιοστά, και του θηλυκού 10–15 χιλιοστά. Τα αρσενικά (έντονο μαύρο χρώμα) είναι πιο σκουρόχρωμα από τα θηλυκά ενώ τα ανώριμα είναι αρκετά πιο ανοιχτόχρωμα. Οι οπίσθιες αράχνιες θηλές είναι ιδιαίτερα μακριές και χωρίζονται σε τρία τμήματα, χαρακτήρας που διαχωρίζει το A. affinis από τα άλλα δύο είδη: στο είδος A. piceus υπάρχει μια διαμόρφωση του τρίτου τμήματος της θηλής αυτής που την κάνει να μοιάζει σαν να χωρίζεται σε συνολικά 3½ τμήματα, ενώ στο είδος A. muralis αυτή χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα. Επίσης το A. affinis έχει μια άχρωμη επιφάνεια στο ακραίο εξωτερικό τμήμα της 1ης επιγονατίδας.
Οι αράχνες αυτές ζουν σε υπόγειους σωλήνες των 10–30 εκ., τους οποίους σκάβουν οι ίδιες και ενισχύουν εσωτερικά με ιστό. Στην επιφάνεια του εδάφους αυτός ο ιστός συνεχίζει σαν μια «συλληπτήρια πλατφόρμα» πλάτους περίπου 1 εκ. και μήκους περίπου 10 εκ. και η οποία καμουφλάρεται με φύλλα και χώμα. Η αράχνη κάθεται εντός του σωλήνα και περιμένει κάποιο έντομο να περάσει πάνω από την ενέδρα της. Μόλις αυτό συμβεί, η αράχνη τσιμπάει το θύμα με τα χηλήκερά της και το τραβάει προς το εσωτερικό του σωλήνα όπου και ολοκληρώνει το γεύμα της. Αργότερα ασχολείται με την επιδιόρθωση της μεταξένιας της ενέδρας. Συνήθως τρέφεται με μυρμήγκια, σκαθάρια, αλλά ακόμα και διπλόποδα ή σαρανταποδαρούσες.
Η αναπαραγωγική περίοδος του A. affinis είναι αργά το φθινόπωρο και γι’ αυτό είναι εύκολο να βρει κανείς αρσενικά άτομα να είναι δραστήρια από το Σεπτέμβριο μέχρι και το Νοέμβριο. Αντίθετα η αναπαραγωγική περίοδος και αντίστοιχα η περίοδος έντονης δραστηριότητας για το A. piceus, είναι από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Τα αρσενικά του A. affinis ψάχνουν στο έδαφος για το ταίρι τους, προκαλούν δονήσεις όταν βρίσκουν ιστούς-ενέδρες και τελικά ζευγαρώνουν στο βάθος της φωλιάς του θηλυκού, όπου γίνεται και η απόθεση των αυγών αργότερα. Τα αυγά φυλάσσονται σε ένα μεταξένιο κουκούλι και διατηρούνται σε μια πεπλατυσμένη περιοχή της φωλιάς. Περίπου 100 μικρά αραχνάκια εκκολάπτονται το φθινόπωρο και παραμένουν χωρίς τροφή στη φωλιά της μητέρας για ολόκληρο το χειμώνα. Κατά τις αρχές με μέσα Μαρτίου και με τις πρώτες ζεστές μέρες της άνοιξης εγκαταλείπουν τη φωλιά και διασπείρονται με αερομεταφορά (‘ballooning’). Σε αντίθεση με πολλά άλλα είδη αραχνών, αυτές οι αράχνες είναι μακροβιότατες και μπορεί να ζήσουν μέχρι και 8-10 χρόνια.
Αν καμιά φορά σε έναν φθινοπωρινό περίπατο δείτε έναν αρσενικό Atypus που γυρεύει το ταίρι του, αξίζει τον κόπο να παρατηρήσετε για λίγο αυτόν τον μεγαλόσωμο θηρευτή της χρονιάς! Δεν πρόκειται να σας πειράξει ή να σας επιτεθεί!
Christoph Hörweg & Maria Chatzaki